φοξ τερ(ρ)ιέ

φοξ τερ(ρ)ιέ
το, Ν
άκλ. πασίγνωστη φυλή ρωμαλέων σκύλων, με τρίχωμα άσπρο που φέρει μαύρες και καστανέρυθρες κηλίδες, επίμηκες ρύγχος και αναδιπλωμένα σε σχήμα V αφτιά, που χρησιμοποιείται ειδικά στο κυνήγι τής αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fox terrier < fox «αλεπού» + terrier «ράτσα σκύλων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”